Ο Άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Μικρά Ασία το 239 μ.Χ. (ή το 240 μ.Χ., σύμφωνα με άλλες πηγές) από γονείς ευσεβείς, οι οποίοι τον ανάθρεψαν χριστιανικά. Από νεαρή ηλικία δοκίμασε σκληρούς διωγμούς του Αυτοκράτορα Δέκιου (249-251) και στη συνέχεια τους διωγμούς του Βαλεριανού (257-260), του Διοκλητιανού (303-305) και τέλος του Γαλερίου και Μαξιμιανού (305-313).
Ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να υπηρετήσει τον υπέργηρο και άρρωστο αρχιεπίσκοπο Μητροφάνη, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και στη συνέχεια πρεσβύτερο. Λόγω του εκκλησιαστικού του ζήλου, κατέστη ο στενότερος συνεργάτης του αρχιεπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία τότε ονομαζόταν Βυζάντιο και δεν είχε αποκτήσει ακόμη την αίγλη, μετά την επιλογή του Μεγάλου Κωνσταντίνου να γίνει η νέα πρωτεύουσα του απέραντου ρωμαϊκού κράτους.
Όταν ο πρεσβύτερος Αλέξανδρος ήταν 63 ετών και αρκετά ώριμος πνευματικά, έκανε την εμφάνισή της η φοβερή αίρεση του αρειανισμού. Για την αντιμετώπισή της αίρεσης, συγκλήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο, στη Νίκαια της Βηθυνίας.
Ο υπέργηρος Μητροφάνης έστειλε ως αντιπρόσωπό του στη Σύνοδο τον πρεσβύτερο Αλέξανδρο, ο οποίος αγωνίστηκε με σθένος κατά του αρειανισμού και υπέρ της Ορθοδοξίας. Συντάχτηκε με τους Ορθοδόξους Πατέρες (Αθανάσιο, Σπυρίδωνα, Νικόλαο, κ.α.) κατατροπώνοντας τον αιρεσιάρχη Άρειο.
Μετά το πέρας της Αγίας Συνόδου και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ο Αλέξανδρος έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη να αναγγείλει το ευχάριστο γεγονός στον Μητροφάνη. Εκείνος, τον υποδέχθηκε με δάκρυα χαράς και του ανέθεσε μεγάλη αποστολή σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες, να μεταφέρει το χαρμόσυνο άγγελμα του θριάμβου της Ορθόδοξης Πίστης.
Αν και ήταν και ο ίδιος πια ηλικιωμένος (84 χρόνων) περιόδευσε σ’ όλη την Ελλάδα, την Ιλλυρία (Αλβανία) και τη Σερβία και άλλες βαλκανικές χώρες, κάνοντας γνωστό το «Σύμβολο της Πίστεως», που είχε συντάξει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Στο μεταξύ, όμως, ο αρχιεπίσκοπος Μητροφάνης βρισκόταν σε ηλικία 117 ετών, αρρώστησε βαριά και τον Ιούνιο του 325 απεδήμησε. Λίγο πριν τον θάνατο του, όμως, είχε ζητήσει να τον διαδεχθεί στο θρόνο του ο πρεσβύτερος Αλέξανδρος, τον οποίο θεωρούσε άξιο διάδοχό του, στην επισκοπή του.
Ο Άγιος Αλέξανδρος υπηρέτησε την Εκκλησία, ως αρχιεπίσκοπος της Βασιλεύουσας, για δεκαπέντε χρόνια. Απεδήμησε ειρηνικά το 337 μ.Χ. σε ηλικία 98 ετών. Μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε Άγιος. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 30 Αυγούστου, ενώ από την Καθολική στις 28 Αυγούστου.
Απολυτίκιο
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης, ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.