Ο πληθωρισμός προβλέπεται εφέτος να υποχωρήσει στο 4,3% από 9,3% πέρυσι, και θα διαμορφωθεί στο 3,8% το 2024 και 2,3% το 2025, παρόλο που τα είδη διατροφής, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και οι υπηρεσίες αναμένεται ότι θα συμβάλουν αυξητικά στη δυναμική του.
Ωστόσο η πραγματική σύγκλιση αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία καθώς το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας αντιστοιχεί περίπου στο 55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης, έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους. Για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, απαιτείται σύμφωνα με την ΤτΕ διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης που να υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο ρυθμό της ευρωζώνης. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί πάνω από μια δεκαπενταετία για να επανέλθει η ελληνική οικονομία στο επίπεδο όπου βρισκόταν σε σχέση με την ευρωζώνη πριν από την κρίση χρέους.
Όπως αναφέρεται πάντως στην Έκθεση τα επόμενα έτη αναμένεται η ελληνική οικονομία να συνεχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του δυνητικού προϊόντος, το επίπεδο του οποίου έχει ήδη υπερβεί.
Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι στο εξωτερικό περιβάλλον η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί, θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα έχει περιορισμένο αρνητικό αποτύπωμα στην οικονομία της ευρωζώνης. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και την αναπτυξιακή πορεία της ευρωζώνης, που είναι ο μεγάλος εμπορικός εταίρος της χώρας.
Η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας της περαιτέρω επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος, του υψηλότερου και επίμονου πληθωρισμού, του χαμηλότερου του αναμενομένου ρυθμού απορρόφησης των κονδυλίων του NextGenerationEU, και των τυχόν καθυστερήσεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, τέλος στην περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων, η οποία θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη και να οδηγήσει σε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την καλύτερη του αναμενομένου επίδοση του τουρισμού.
Βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και σε μεταγενέστερο στάδιο η υπέρβαση της. Και τούτο διότι η εξέλιξη αυτή θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και επεισόδια μεταβλητότητας των διεθνών αγορών, θα περιορίσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα διευκολύνει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, την πραγματοποίηση επενδύσεων και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
Για το Δημόσιο Χρέος αναφέρεται ότι παρόλο που είναι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.
Για αυτό το λόγο η ΤτΕ συστήνει τη συστηματική επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο μεσοπρόθεσμα, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης και του πληθωρισμού περιορίζουν τη μειωτική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη δυναμική του χρέους
Τέλος, σημαντική πρόκληση αποτελεί ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά το ότι το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε το 2022 (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται κατά 40% περίπου στις αυξημένες τιμές καυσίμων και αναμένεται υποχώρησή του στο 7% του ΑΕΠ το 2023.