Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη στην προνοητικότητα και την εγρήγορση, με την παραβολή των δέκα παρθένων και το υπέροχης ποιητικής ομορφιάς τροπάριο της Κασσιανής.
Ο Κύριος, κατά την ανάβασή Του προς τα Ιεροσόλυμα, πλησιάζοντας προς το εκούσιο Πάθος Του, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές, προκειμένου να τους προετοιμάσει.
Μία από αυτές είναι και η παραβολή των δέκα παρθένων. Ας δούμε, λοιπόν, τι αναφέρει η παραβολή.
Θα γινόταν ένας γάμος. Δέκα κοπέλες βγήκαν να προϋπαντήσουν τον γαμπρό που ερχόταν. Οι πέντε από αυτές ήταν μυαλωμένες. Οι άλλες πέντε ήταν άμυαλες. Πήραν όλες τα λυχνάρια τους, για να τον υποδεχτούν. Οι άμυαλες δεν πήραν μαζί τους λάδι για να τα ανάψουν. Ο γαμπρός αργούσε να έρθει κι όλες αποκοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκαν φωνές: «Να! Έρχεται ο γαμπρός! Βγείτε να τον υποδεχτείτε!». Τότε οι μυαλωμένες με το λάδι τους άναψαν τα λυχνάρια τους και έτρεξαν να υποδεχτούν τον γαμπρό και να χαρούν με τη γαμήλια γιορτή. Οι άμυαλες ζητιάνευαν λάδι από τις μυαλωμένες, αλλά εκείνες δεν τους έδιναν, γιατί, αν μοίραζαν το λάδι τους, δεν θα έφθανε ούτε γι’ αυτές. Έφυγαν, λοιπόν, και πήγαν μες στη νύχτα να αγοράσουν.
Στο μεταξύ ήρθε ο γαμπρός κι όλη η συνοδεία του και οι πέντε μυαλωμένες κοπέλες μπήκαν στο σπίτι, όπου θα γινόταν το γαμήλιο γλέντι. Όταν έφτασαν οι πέντε άμυαλες (μωρές) κοπέλες, πολύ αργότερα, και ζήτησαν να μπουν κι αυτές μέσα, δεν τους άνοιξαν. «Ποιες είστε; Δεν σας γνωρίζω» είπε ο γαμπρός. Η παραβολή ολοκληρώνεται με τον Ιησού να λέει στους μαθητές του: «Γι’ αυτό, να είστε σε εγρήγορση, επειδή δεν γνωρίζετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα».
Το γνωστό αφήγημα παρουσιάζει τον Χριστό ως Νυμφίο, ο οποίος έρχεται «εν τω μέσω της νυκτός». Ο ποιητικός λόγος αναπλάθει την ευαγγελική διήγηση με τον ιδανικότερο τρόπο: «Ιδού ο Χριστός, ως γαμπρός της ψυχής, έρχεται απρόσμενα στη μέση της νύχτας. Τρισευτυχισμένος θα ᾽ναι όποιος βρεθεί ξυπνητός• κι αντίθετα ανάξιος όποιος θα μείνει ράθυμος και αμελής. Ψυχή μου, πρόσεχε μη καταβυθιστείς στον ύπνο, για να μη παραδοθείς στον πνευματικό θάνατο και κλειστείς έξω από την αιώνια βασιλεία του».
Μακάριος είναι εκείνος που γρηγορεί στην πίστη, στην ελπίδα, στην αγάπη, στον αγώνα. Ανάξιος όμως εκείνος που ραθυμεί στα πάθη, στη χλιαρότητα, στην υλομανία, στο αντίθεο κοσμικό φρόνημα, όπως αναφέρει το ethnos.gr.
Βλέπουμε το γαμπριάτικο σπίτι στολισμένο και λαμπρό. Όμως ρούχο καθαρό δεν έχουμε για να εισέλθουμε στους θείους γάμους της σωτηρίας . Μόνο ένας μπορεί να λαμπρύνει τη στολή της ψυχής μας, να άρει τον νυσταγμό της ραθυμίας και να χαρίσει «καιομένην λαμπάδα την εξ αρετών», ο φωτοδότης και Σωτήρας Χριστός.
Η παραβολή μας υπενθυμίζει ότι μπορεί κανείς να αγωνίζεται στη ζωή του να είναι καλός άνθρωπος, αλλά αυτό δεν τον σώζει. Η σωτηρία έρχεται σαν αποτέλεσμα όχι μόνο των καλών έργων, αλλά της ορθής πίστης προς τον Σωτήρα Χριστό, που εκφράζεται σε καλά έργα. Πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή και έργα χωρίς ορθή πίστη μένουν άκαρπα και ανώφελα.
Το τροπάριο της Κασσιανής
Το τελευταίο τροπάριο στην ακολουθία είναι αυτό της ευσεβούς και λογίας ποιήτριας του Βυζαντίου, Κασσιανής.
Από τον βυζαντινό χρονογράφο Συμεών Μάγιστρο (990 μ.Χ) μαθαίνουμε ότι η Ευφροσύνη, μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου και κόρη του Κωνσταντίνου του ΣΤ’, στην προσπάθειά της να παντρέψει το γιο της, το έτος 830 μ.Χ, διοργάνωσε στην μεγαλόπρεπη αίθουσα Τρικλίνιο των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, μεγάλη σύναξη από τις πιο όμορφες κοπέλες της Αυτοκρατορίας.
Η προσέλευση υπήρξε μεγάλη από «καλλίστας παρθένους». Κι όταν παρατάχθηκαν στη σειρά, καθισμένες πάνω σε πολυτελή ανάκλιντρα, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος περιήλθε μπροστά τους να διαλέξει τη μέλλουσα σύζυγό του και αυτοκράτειρα, δίνοντας σε όποια διάλεγε ένα χρυσό μήλο.
Η ομορφότερη ήταν η Κασσιανή, που η ομορφιά της θάμπωσε το νεαρό Θεόφιλο και σ’ αυτήν επρόκειτο να δώσει το μήλο, σύμβολο της προτίμησής του.
Θέλοντας όμως να διαπιστώσει αν και η εξυπνάδα της ήταν ανάλογη με την ομορφιά της, της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» («Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα»), υπονοώντας την Εύα. Η Κασσιανή όμως δεν ξαφνιάστηκε και θέλοντας να δείξει και την εξυπνάδα της απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» («Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα»), υπονοώντας την Παναγία, που έφερε στον κόσμο το μεγαλύτερο αγαθό.
Αυτή όμως η, πραγματικά, έξυπνη απάντηση χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα, οπότε έδωσε το μήλο στην, επίσης, ωραία, αλλά και σεμνή Θεοδώρα.
Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και να μονάσει. Έκτισε με δικά της χρήματα ένα μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση, συνδυάζοντας έτσι τη βαθειά ευσέβεια και την κλίση της στα γράμματα. Λέγεται, μάλιστα, ότι μετά την αποτυχία της είπε: «Επειδή δεν έγινα βασίλισσα του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, θα γίνω υπήκοος της αιωνίας Βασιλείας του Χριστού».
Εκεί στο μοναστήρι εκδηλώθηκε και το έμφυτο καλλιτεχνικό της ταλέντο και το βαθύ θρησκευτικό της συναίσθημα, συνθέτοντας εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια, Ιδιόμελα. Εκεί στην ήσυχη και υποβλητική ατμόσφαιρα του μοναστηριού συνέθεσε και το περίφημο Ιδιόμελο «Τροπάριο της Κασσιανής» από το όνομά της, που αργότερα η Ορθόδοξη Εκκλησία το καθιέρωσε ως Δοξαστικό των Αποστίχων του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης.
Φαίνεται καθαρά ότι η Κασσιανή εμπνεύστηκε το Ιδιόμελο αυτό τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από βέβαιο λιθοβολισμό του έξαλλου πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα, με εκείνα τα λόγια Του: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν». Και όταν αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να πάει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή της στον Σωτήρα Χριστό.
Αγοράζει αρώματα, ντύνεται ταπεινά και σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, έρχεται και πλένει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα ήταν δάκρυα ελέους και συντριβής και κλαίει με πάθος να την ευσπλαχνιστεί ο Θεός της αγάπης και της συγχώρεσης.
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι το ακόλουθο:
«‘’η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή”
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος».
«Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη.
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν τ’ άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος».
(Απόδοση του περιεχομένου στη νεοελληνική από τον Φώτη Κόντογλου)