Ο Άγιος Νικηφόρος έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Βαλεριανού (253 – 259 μ.Χ.) και Γαληίνου (259 – 268 μ.Χ.) και καταγόταν από την Αντιόχεια.
Δυστυχώς, ένας από τους ιερείς της Εκκλησίας της Αντιόχειας, που ονομαζόταν Σαπρίκιος, έθρεψε στην ψυχή του ανεξήγητο μίσος κατά του Αγίου, ο οποίος όμως ενέμενε στην ταπεινοφροσύνη. Η αποστροφή του ιερέως Σαπρικίου τον λυπούσε χωρίς να τον παροργίζει. Και προσευχόταν με όλη του την καρδιά προς τον Θεό, για να μαλακώσει η σκληρότητα του αδελφού του.
Όταν το έτος 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν πολλοί μεταξύ των οποίων και ο Σαπρίκιος. Μόλις ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, έτρεξε κοντά του και παρακάλεσε τον Σαπρίκιο να του δώσει τον ασπασμό και την ευλογία του. Ο Σαπρίκιος τον κοίταξε περιφρονητικά και αρνήθηκε, λησμονώντας ότι η πίστη χωρίς την αγάπη δεν ωφελεί.
Και όμως ο Άγιος Νικηφόρος δεν απελπίσθηκε. Και όταν είδε τον Σαπρίκιο να υποφέρει με καρτερία τους βασανισμούς, ζήτησε ακόμη περισσότερο την συνδιαλλαγή με αυτόν, που έφερε στο σώμά του τα στίγματα του Χριστού. Τον πλησιάζει και πάλι, ασπάζεται τις πληγές του και τον ικετεύει να τον συγχωρήσει.
Ο Σαπρίκιος και κατ’ αυτήν ακόμη την ώρα του μαρτυρίου απέκρουε από την καρδιά του την αγάπη και την ταπείνωση. Η αγάπη είχε φονευθεί εντός του. Γι’ αυτό και η Χάρη του Θεού τον εγκατέλειψε. Λίγο πριν την ώρα του αποκεφαλισμού δειλιάζει και προχωρεί στα έσχατα της απώλειας.
Αρνείται τον Χριστό και ζητά να θυσιάσει στα είδωλα. Η ψυχή του Αγίου Νικηφόρου πλημμύρισε από θλίψη και αμέσως άρχισε να παρακαλεί τον Σαπρίκιο να αναλάβει την γενναιότητά του. Η παράκληση του Αγίου Νικηφόρου χαρακτηρίσθηκε από τον ειδωλολάτρη έπαρχο ως ομολογία Χριστού.
Έτσι διέταξε να αποκόψουν την τίμια κεφαλή του Αγίου Νικηφόρου, ο οποίος μετέβη στα ουράνια σκηνώματα, συγκοινωνός και κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού.