Οι δύο ηγέτες, τόσο στις δημόσιες τοποθετήσεις τους όσο και νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, δεν μετακινήθηκαν από τις πάγιες θέσεις των χωρών τους, δίχως να διστάζουν να τις αναφέρουν, όπως συνέβη στην περίπτωση της μειονότητας, του Κυπριακού, αλλά και των διαφορών που αναγνωρίζει η Ελλάδα ως πιθανώς αγόμενες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το πλέον σημαντικό κέρδος από τη χθεσινή συνάντηση ήταν η διασφάλιση ενός ακόμη εξαμήνου ηρεμίας στο Αιγαίο, καθώς προαναγγέλθηκαν οι δύο επόμενες συναντήσεις των δύο ηγετών, στην Αγκυρα κάποια στιγμή την άνοιξη (τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου) και στο περιθώριο της συνόδου κορυφής στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο. Προτού έλθει η ώρα για τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Αγκυρα, θα έχουν προηγηθεί επαφές σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, αλλά και του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στους υφυπουργούς Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακσαπάρ. Η διαδικασία του πολιτικού διαλόγου, στον οποίο εντάσσεται ρητά πλέον και η αναζωογόνηση των διερευνητικών επαφών, είναι επί της ουσίας το «βαρόμετρο» περί το αν είναι πράγματι δυνατή η μετάβαση στην επόμενη φάση, δηλαδή τη συζήτηση των δύσκολων θεμάτων που αφορούν το Αιγαίο. «Οταν οι συνθήκες ωριμάσουν», ήταν η χαρακτηριστική φράση του πρωθυπουργού σχετικά με την περίοδο αυτή όπου θα πραγματοποιηθούν και οι επόμενες συναντήσεις μέσω των δύο ακόμη θεσμοθετημένων διαύλων επαφής, της θετικής ατζέντας και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) υπό την αιγίδα των υπουργείων Εθνικής Αμυνας.
Η πλέον ενδεικτική των αποτελεσμάτων της χθεσινής συνάντησης αποστροφή ήταν εκείνη του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος σημείωσε ότι «Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν να ζουν ειρηνικά, να διατυπώνουν τις διαφορές τους, που είναι γνωστές, να τις συζητούν με ειλικρίνεια και να αναζητούν συνέχεια λύσεις. Κι αν αυτές δεν γεφυρώνονται, πάντως να μην παράγουν αυτόματα εντάσεις και κρίσεις».
Ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ρητορικά την ανάγκη αύξησης του διμερούς εμπορίου από τα 5 στα 10 δισ. ευρώ, ενώ υπογράμμισε την υποστήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, τονίζοντας, επί τούτου, ότι η Αθήνα εξασφάλισε έγκριση από την Κομισιόν για επταήμερη βίζα σε πολίτες που θα μπορούν να επισκέπτονται συνολικά 10 ελληνικά νησιά. Ενώ σημαντική ήταν και η συμφωνία για «κόκκινο τηλέφωνο», απευθείας δηλαδή γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο αρχηγούς του Λιμενικού Σώματος και της τουρκικής ακτοφυλακής για συντονισμό και συνεργασία στο μεταναστευτικό.
Ο κ. Ερντογάν ήταν ευθύς εξαρχής πολύ προσεκτικός στις φράσεις του, δίχως, βεβαίως, να υποχωρήσει από τις βασικές θέσεις του. «Ειλικρινής ευχή μας είναι να επιλύσουμε τα προβλήματά μας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου», είπε ο κ. Ερντογάν. Ο πρόεδρος της Τουρκίας επισήμανε ότι «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί» στα ελληνοτουρκικά, λέγοντας μάλιστα ότι «είναι φυσικό να υπάρχουν προβλήματα ανάμεσα σε δύο χώρες, πόσο μάλλον ανάμεσα σε αδέλφια». Σημειώνεται, τέλος, ότι μετά το πέρας της επίσκεψης του κ. Ερντογάν, ο κ. Μητσοτάκης επικοινώνησε με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη για να τον ενημερώσει για τα αποτελέσματα της συνάντησης.
Διατήρηση του θετικού κλίματος
Τον κομβικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν Ελλάδα και Τουρκία για την ενίσχυση της ευημερίας και για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της σταθερότητας όχι μόνο στις δύο χώρες αλλά στην ευρύτερη περιοχή, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υποδεχόμενη στο Προεδρικό Μέγαρο τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να σταθεί στην αισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων και στη θετική ατζέντα, τονίζοντας ότι θα είναι καλύτερο για το μέλλον και των δύο πλευρών να μιλήσουμε βλέποντας το γεμάτο μέρος του ποτηριού. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε ότι «τα τραγικά συμβάντα που αντιμετώπισαν φέτος οι χώρες μας έγιναν αφορμή για να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά, ότι το αίσθημα αλληλεγγύης και η επίδειξη ανθρωπιάς, κάτω από δύσκολες συνθήκες, είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό, που ενώνει τους δύο λαούς». Παράλληλα, η κ. Σακελλαροπούλου έσπευσε να υπογραμμίσει ότι «έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν ζητήματα στα οποία έχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις, είναι σημαντική η διατήρηση και εμπέδωση του εποικοδομητικού κλίματος» και πρόσθεσε ότι «η παρουσία σας, σήμερα στην Ελλάδα, μετά την πάροδο έξι ετών, πιστεύω ότι αντανακλά το θετικό αυτό πνεύμα». Ο κ. Ερντογάν εξέφρασε την πεποίθηση ότι η συνεδρίαση του 5ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας θα αποτελέσει ευκαιρία να ξεκινήσει μια νέα εποχή στις σχέσεις Τουρκίας και Ελλάδας.
Βήμα προς τα εμπρός η διακήρυξη των Αθηνών
Το γενικότερο πνεύμα της καλής φάσης την οποία διανύουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με επίκεντρο την εμπέδωση της ατμόσφαιρας νηνεμίας στο Αιγαίο και την τυποποίηση των επόμενων διαδικαστικών βημάτων, αποπνέει η διακήρυξη των Αθηνών περί σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας, που υπογράφηκε από τους δύο ηγέτες εν είδει κοινού ανακοινωθέντος. Η διακήρυξη, όπως τονίζεται άλλωστε, δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, ούτε παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τις δύο πλευρές. Στη διακήρυξη συμφωνήθηκε να προχωρήσουν οι διαβουλεύσεις με τους εξής πυλώνες:
• Πρώτον, τον πολιτικό διάλογο ο οποίος θα διαχωρίζεται σε δύο σκέλη, τα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος και τις διερευνητικές ή διαβουλευτικές συνομιλίες, δηλαδή τον πυρήνα των πιο δύσκολων ελληνοτουρκικών διαφορών.
• Δεύτερον, τη θετική ατζέντα, δηλαδή τα πιο εύκολα θέματα. Σε αυτήν περιλαμβάνονται μέτρα κοινού ενδιαφέροντος στους τομείς επιχειρηματικότητας-οικονομίας, τουρισμού, μεταφορών, ενέργειας, καινοτομίας, επιστήμης και τεχνολογίας, γεωργίας, περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικής ασφάλισης και υγείας, νεολαίας, εκπαίδευσης και αθλητισμού, με δυνατότητα επέκτασης σε άλλους τομείς.
Συνέχεια των διμερών επαφών σε τρεις πυλώνες – Δέσμευση για αποχή από δηλώσεις και ενέργειες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή.
• Τρίτον, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) σε στρατιωτικό επίπεδο, με σκοπό «την εξάλειψη αδικαιολόγητων πηγών έντασης».
Οι τρεις αυτοί πυλώνες επαφών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία συνοδεύονται από δέσμευση των δύο πλευρών για αποχή «από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους». Ενώ ενδιαφέρουσα είναι και η προσθήκη της παραίνεσης ώστε οι δύο πλευρές «να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Εισαγωγικά στη διακήρυξη τονίζεται η βούληση για συνεργασία ανάμεσα στις κυβερνήσεις, η δυνατότητα των δύο εθνών να επηρεάσουν συνολικότερα και επί το θετικότερον την ευημερία και τη δυναμική της περιοχής. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η επιδίωξη ενίσχυσης των διμερών σχέσεων γίνεται μέσω των «υφιστάμενων θεσμικών μηχανισμών». Ενδεικτική της βούλησης να μη μετατραπούν οι διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας σε τροχοπέδη για την εξομάλυνση των σχέσεών τους είναι το σημείο όπου τονίζεται ότι «προκειμένου να ενισχυθούν οι σχέσεις καλής γειτονίας, αμφότερα τα μέρη, χωρίς να θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις τους, θα καλλιεργούν πνεύμα αλληλεγγύης απέναντι στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις». Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι οι δύο πλευρές ενθαρρύνουν την ανταλλαγή επισκέψεων «σε κάθε επίπεδο» με τη σημείωση ότι έχουν αποφασίσει «να επιλύουν κάθε διαφορά μεταξύ τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Πηγή: Καθημερινή