Ο πυροβολισμός του 16χρονου ΡΟΜ στη Θεσσαλονίκη είναι ένα πολύ
σοβαρό γεγονός για το οποίο αναμένονται απαντήσεις από την έρευνα
αλλά και την ποινική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πολλά
μπορούν να ειπωθούν για το περιστατικό και την ταξική του διάσταση.
Ωστόσο, θεωρώ προτιμότερο και σίγουρα χρησιμότερο να
απομακρυνθούμε από το ειδικό, ώστε να δούμε το πρόβλημα συνολικά.
Είμαι βέβαιος ότι αν απομονώσουμε όσους θεωρούν όλους τους
αστυνομικούς «δολοφόνους» αλλά και εκείνους που είναι σταθερά
πρόθυμοι να δικαιολογήσουν κάθε περιστατικό αστυνομικής βίας, θα
μείνουμε με το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο
αντιλαμβάνεται πολύ καλά την αξία και την χρησιμότητα της
αστυνομίας. Αλλά μιας αστυνομίας που θα είναι σύμμαχος και όχι
εχθρός του πολίτη.
Οι δυσκολίες στην καθημερινότητα των αστυνομικών είναι πολλές και
πολύπλοκες. Συχνά καλούνται να πάρουν αποφάσεις μέσα σε κλάσματα
του δευτερολέπτου και να σταθμίσουν εξαιρετικά απρόβλεπτα και
ευμετάβλητα δεδομένα. Για αυτό και προτού βγουν στους δρόμους
πρέπει να έχουν εκπαιδευτεί κατά τρόπο τέτοιο ώστε να ελέγχουν τα
συναισθήματά τους και να αντιδρούν με τη μέγιστη δυνατή ψυχραιμία.
Να διαθέτουν την απαραίτητη ψυχολογική συγκρότηση δηλαδή για να
μην παρασύρονται από το θυμικό τους. Και παράλληλα να γνωρίζουν
άριστα τα πρωτόκολλα ανά περίσταση, τις προβλεπόμενες ενέργειες,
τους κανονισμούς, ακόμα και τους νόμους που οφείλουν να
προασπίζουν.
Τι από τα παραπάνω συμβαίνει στην πράξη; Οι περισσότεροι γνωρίζουμε
ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά αδικαιολόγητης
αστυνομικής βίας δεν είναι τόσο «μεμονωμένα» όσο θα άντεχε μια
ευνομούμενη πολιτεία.
Η λύση του προβλήματος σίγουρα δεν είναι ο μόνιμος αντισυστημισμός
που πουλάνε ορισμένοι για ψηφοθηρικούς λόγους. Ούτε ο λαϊκισμός.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απλές και εύκολες λύσεις, ούτε στην
Ελλάδα ούτε διεθνώς, όπου η αστυνομική αυθαιρεσία επίσης συνιστά
βασικό θέμα συζήτησης και σε πολλές περιπτώσεις έχει προκαλέσει
μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις.
Η επαναξιολόγηση των εκπαιδευτικών μεθόδων από τις οποίες περνούν
οι αστυνομικοί σίγουρα αποτελεί μια καλή αφετηρία. Όπως και η
θεσμοθέτηση διαφανών διαδικασιών που θα καθιστούν τους
αστυνομικούς υπεύθυνους για τις πράξεις τους, χωρίς όμως να
καταρρακώνουν το ηθικό του σώματος και χωρίς φυσικά να υποκύπτουν
στις διαθέσεις του κοινού που διψά για λιντσαρίσματα.
Η κοινή προσέγγιση των κομμάτων πάνω σε ένα τόσο κομβικό ζήτημα
ασφαλώς θα βοηθούσε για να επιτευχθούν γρηγορότερα και
αποτελεσματικότερα οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Και θα ήταν και
λογική αφού όπως ανέφερα ήδη, οι πολίτες στο μεγαλύτερο ποσοστό
τους, δεν συντάσσονται ούτε με όσους φωνάζουν διαχρονικά «μπάτσοι
– γουρούνια – δολοφόνοι», ούτε με όσους λένε σχεδόν πάντα «καλά του
κάνανε». Συντάσσονται με την αναγκαιότητα να αποκτήσει η χώρα μια
σύγχρονη, φιλική προς τον πολίτη και επιχειρησιακά ικανή αστυνομία.
Διότι γνωρίζουν ότι η αστυνομία αποτελεί ασπίδα προστασίας της
δημοκρατίας. Και γνωρίζουν επίσης ότι το επίπεδο της πρώτης είναι
απολύτως ενδεικτικό του επιπέδου της δεύτερης. Εκείνοι που δεν
δείχνουν να το γνωρίζουν ή να τους απασχολεί είναι η Νέα Δημοκρατία
και ο ΣΥΡΙΖΑ, για τους οποίους η διαφωνία πάνω στην λειτουργία της
αστυνομίας έχει πάρει πλέον υπαρξιακές διαστάσεις.
Αντιθέτως το ΠΑΣΟΚ το γνωρίζει, το αντιλαμβάνεται και το εκφράζει με
καθαρό τρόπο, χωρίς λαϊκισμούς. Όπως κάνει σε όλα τα μεγάλα και
σοβαρά θέματα. Μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει η Ελλάδα: με ψύχραιμο
λόγο και ουσιαστικές προτάσεις. Όχι με συνθήματα και αφορισμούς.