Σοβαρές αμφισβητήσεις για τον σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων από την εκτελεστική εξουσία εγείρονται μετά τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ). Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2024, έκρινε τον ΝΟΚ αντισυνταγματικό, ορίζοντας ρητά ότι μόνο τα έργα που είχαν ήδη ξεκινήσει εργασίες μπορούν να συνεχιστούν. Ωστόσο, η κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί το πνεύμα της απόφασης, προχωρώντας σε νομοθετικές πρωτοβουλίες που ουσιαστικά παρακάμπτουν την κρίση του ανώτατου δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προχώρησε στη θέσπιση μεταβατικών διατάξεων για την προστασία των οικοδομικών αδειών που είχαν εκδοθεί, ανεξαρτήτως αν οι εργασίες είχαν ξεκινήσει. Παράλληλα, αποφάσισε την αναστολή έκδοσης νέων αδειών που βασίζονται στον ΝΟΚ, περιμένοντας τη δημοσίευση της πλήρους απόφασης του ΣτΕ. Οι κινήσεις αυτές, παρά τη φαινομενική συμμόρφωση, καταδεικνύουν μια προσπάθεια διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης, παρά την αντίθετη δικαστική κρίση.
Ασάφεια στην έναρξη εργασιών
Η κατάσταση περιπλέκεται από την ασάφεια της απόφασης σχετικά με τον ορισμό της «έναρξης εργασιών». Αντί να προωθήσει μια ενιαία εφαρμογή της απόφασης, η κυβέρνηση αφήνει τους δήμους να ερμηνεύουν αυτό το κενό κατά το δοκούν, οδηγώντας σε τοπικές αποκλίσεις. Η έλλειψη σαφούς ορισμού αφήνει περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες από τους δήμους ή τις τοπικές πολεοδομικές υπηρεσίες. Κάποιοι δήμοι μπορεί να θεωρήσουν ως «έναρξη εργασιών» την τοποθέτηση σκαλωσιών ή τον καθαρισμό του οικοπέδου, ενώ άλλοι μπορεί να απαιτούν πιο προχωρημένες κατασκευαστικές ενέργειες, όπως σκυροδέτηση ή θεμελίωση. Αυτό οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των πολιτών και θέτει ζητήματα ισονομίας.
Η ασάφεια μπορεί να προκαλέσει κύμα δικαστικών προσφυγών από πολίτες και εταιρείες που θεωρούν ότι θίγονται από την ερμηνεία που υιοθετείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης που έχει λάβει άδεια αλλά δεν έχει ξεκινήσει σημαντικές εργασίες μπορεί να θεωρήσει άδικη την ακύρωση της άδειάς του, οδηγώντας σε χρονοβόρες δικαστικές διαμάχες.
Η διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ περιοχών μπορεί να δημιουργήσει γενικευμένη σύγχυση και καθυστερήσεις σε οικοδομικές δραστηριότητες. Ειδικά για έργα που εμπλέκουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, η έλλειψη βεβαιότητας σχετικά με το νομικό καθεστώς ενδέχεται να αποθαρρύνει επενδυτές, πλήττοντας την οικοδομική δραστηριότητα και την οικονομία.
Τέλος, η ασάφεια υπονομεύει το κύρος της απόφασης του ΣτΕ και, κατ’ επέκταση, την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Εάν η εκτελεστική εξουσία δεν διασφαλίζει την ορθή και ενιαία εφαρμογή της απόφασης, ενισχύεται η αίσθηση ότι το κράτος λειτουργεί με αδιαφανείς ή αυθαίρετους όρους.
πηγη:Dnews