Ο Αλ.Τσίπρας, είχε μιλήσει για το πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015, με αφορμή το άρθρο του για την μεταπολίτευση που είχε δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου.
Στο άρθρο αυτό εξηγούσε σε τι κατάσταση ήταν η Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2015 που ανέλαβε την εξουσία και γιατί η δραματοποίηση των γεγονότων με την κορύφωση του δημοψηφίσματος έδωσε τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω και να κερδίσει για πρώτη φορά η χώρα ένα πρόγραμμα με επαρκή χρηματοδότηση, αρχή- μέση -τέλος, ένα πρόγραμμα που μπορούσε να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, κυρίως όμως ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους που ήταν το κλειδί για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Και πρόγραμμα με μία διαφορετική λογική, με ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έφερνε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και μετά τη προσαρμογή.
Όλα αυτά τα σημεία τα περιγράφει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η Α.Μέρκελ στο βιβλίο της, κόντρα με όσα ψευδώς υποστήριζε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Οτι η συμφωνία που επετεύχθη μετά το δημοψήφισμα είχε πλήρη χρηματοδότηση για πρώτη φορά, ρύθμιση χρέους με επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων και χρήματα για το μαξιλάρι που θα επέτρεπε την έξοδο στις αγορές. Και έτσι πλέον όπως σημειώνει στο βιβλίο της χαρακτηριστικά “σώθηκε ΚΑΙ η Ελλάδα” γιατί όπως περιγράφει όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε σωθεί η ΕΕ από το “ελληνικό πρόβλημα” και όχι η Ελλάδα.
Αναλυτικά το απόσπασμα από το άρθρο του Αλ.Τσίπρα
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά από δύο διαδοχικά και αποτυχημένα προγράμματα διάσωσης, που έδιναν προτεραιότητα στη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με τη χώρα να έχει χάσει ως τότε, σε μόλις 4 χρόνια, το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της. Με τα δημόσια ταμεία χωρίς αποθέματα όχι μόνο για να αποπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των τόκων και των χρεολυσίων, αλλά ούτε καν οι συντάξεις. Με σοβαρά συμπτώματα ανθρωπιστικής κρίσης σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Και με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξαντλημένη από τη λιτότητα και εξαγριωμένη με το πολιτικό σύστημα.
«Δαμόκλειος σπάθη» πάνω από τη χώρα το 2015 δεν ήταν μόνο η πιθανότητα εξόδου της από την ευρωζώνη, αλλά και η πιθανότητα πλήρους κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με ανυπολόγιστες οικονομικές, αλλά και κοινωνικές συνέπειες.
Το πολιτικό σύστημα και τα δύο μέχρι τότε κυβερνητικά κόμματα, που είχαν και την κύρια ευθύνη για τους χειρισμούς που οδήγησαν τη χώρα στη κρίση, την άφησαν τελικά αβοήθητη να πνιγεί από την οικονομική ασφυξία, στα χέρια όμως μιας νέας κυβέρνησης, της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι μάλιστα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη χώρα, επένδυσαν στην οικονομική ασφυξία και στη προοπτική της χρεοκοπίας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα κλείσει βίαια αλλά και σύντομα η «αριστερή παρένθεση.
Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία, ότι σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης μέσα κι έξω από τη χώρα, oι «παιδικές ασθένειες» που κουβαλούσε μαζί του ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, δεν ήταν ο καλύτερος πολιτικός σύμβουλος. Η πολλές φορές υπερβολική ρητορική, η επιλογή να μπει ο πήχης ψηλά, δίνοντας την εντύπωση μιας περίπου εύκολης λύσης στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, η εδραία τότε πεποίθηση ότι το δίκιο της Ελλάδας είναι τόσο εξόφθαλμο ώστε δεν μπορεί παρά να επικρατήσει, οδήγησαν σε κινήσεις που αποδείχτηκαν τουλάχιστον αναποτελεσματικές, και σε κάποιο βαθμό παρόξυναν την απροκάλυπτη εχθρότητα της συντηρητικής Ευρώπης για την Ελλάδα και τη νέα της κυβέρνηση. Το μάθημα από το πρώτο εξάμηνο ήταν σκληρό. Οι καλές προθέσεις και η αποφασιστικότητα από μόνες τους δεν αρκούν, οφείλουν να συνοδεύονται από το ρεαλισμό και τη σωστή εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων προκειμένου να αποδώσουν.
Το 2015, η Αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας με ένα αφήγημα απελευθερωτικό, λυτρωτικό κατά κάποιο τρόπο, για την έξοδο από την κρίση, που ήταν όμως από κάποιες απόψεις απλοϊκό και έμοιαζε να υποβαθμίζει τις πραγματικές ευθύνες και αιτίες της κρίσης. Ένα αφήγημα που επέρριπτε τις ευθύνες περισσότερο στους Ευρωπαίους εταίρους και λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις.
Από την άλλη όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν την πρώτη περίοδο δεν διέθετε εμπειρία στην άσκηση εξουσίας, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν και δυνάμεις που ανοιχτά ζητούσαν τη ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ ή φλέρταραν με τη ρητορική του λαϊκισμού, εν τέλει αποτέλεσε τη διέξοδο για τη διατήρηση της χώρας στα πλαίσια της δημοκρατικής κανονικότητας. Μετέτρεψε σε πολιτικό ρεύμα τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση που διαφορετικά θα παρέμεναν «τυφλές» και το πιθανότερο είναι να είχαμε οδηγηθεί στην επέλαση ενός ακραίου κύματος αντιπολιτικής, με τη σφραγίδα του εθνικισμού και του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με όλες τις υπερβολές του εκείνη την εποχή, το πλεόνασμα ενθουσιασμού και το έλλειμα ρεαλισμού, αλλά και με τη γρήγορη και βίαιη ωρίμανσή του, μετέπειτα, υπήρξε το αναγκαίο δημοκρατικό ανάχωμα στο κύμα της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής. Απέτρεψε μια κοινωνική και πολιτική τραγωδία με ανυπολόγιστες συνέπειες. Και στο τέλος της ημέρας, το μεγάλο κατόρθωμά του είναι η έξοδος από την κρίση με την ελληνική κοινωνία όχι μόνο όρθια αλλά και σχεδόν στο σύνολό της πια συνειδητοποιημένη ότι η πιθανότητα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν ήταν ένα κόλπο ή μια μπλόφα, αλλά υπαρκτό εναλλακτικό σχέδιο των πιο συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που για τους δικούς τους λόγους είχαν ρίξει όλο τους το πολιτικό βάρος στη περίπτωση της Ελλάδας.
Η κορύφωση της κρίσης με το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 15 δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου δραματοποίηση, που έδωσε όμως τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στην ηγεσία της ΕΕ να αναμετρηθεί με τις ηθικές και πολιτικές της ευθύνες από μια πιθανή άτακτη χρεοκοπία χώρας του ευρώ και από την -για πρώτη φορά- αμφισβήτηση στην πράξη της συνοχής της ευρωζώνης. Αυτή η κορύφωση έκανε τελικά εφικτό να αμβλυνθούν οι αντιρρήσεις σειράς χωρών και να τεθεί επιτέλους πάνω στο τραπέζι ένα πρόγραμμα με επαρκή χρηματοδότηση, αρχή μέση και τέλος. Ένα πρόγραμμα που μπορούσε να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, κυρίως όμως ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους που ήταν το κλειδί για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές. Και βεβαίως ένα πρόγραμμα με μία διαφορετική λογική, με ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έφερνε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και μετά τη προσαρμογή.
Από την άλλη, και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποδεχτεί πριν τη κορύφωση του δημοψηφίσματος μια πολιτική έστω και ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο όμως δεν υπήρχε καν στο τραπέζι διάδρομος εξόδου, έστω και δύσκολος, έστω και ανηφορικός, ήταν απολύτως παράλογος ο όποιος συμβιβασμός. Γιατί θα ήταν δίχως αντίκρισμα, δίχως διέξοδο. Αυτό για πρώτη φορά άλλαξε μετά τις δραματικές εξελίξεις του Ιούλη. Με δυο λόγια, αυτό που κάποιοι ονόμασαν υποτιμητικά «κωλοτούμπα», ήταν τελικά ο δύσκολος ελιγμός που απομάκρυνε όμως το καράβι από τα βράχια ή ακριβέστερα, ήταν η σωτηρία της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία. Και αν δεν υπήρχαν δυνάμεις στη πλευρά των δανειστών με πολιτικές εμμονές, που επιχείρησαν πολλές φορές να τορπιλίσουν τόσο την προοπτική συμφωνίας, τον Ιούλη του 15, όσο και την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος από το 15 μέχρι το 18, σίγουρα η έξοδος από τη κρίση θα γινόταν με πολύ λιγότερες αναταράξεις και κοινωνικές συνέπειες.
Σε κάθε περίπτωση όμως η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, η επιστροφή στην ανάπτυξη και η βιώσιμη ρύθμιση του χρέους, είναι η μεγάλη επιτυχία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μια επιτυχία που στη θέση της θα ήταν μια τραγωδία χωρίς το συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα. Μια επιτυχία που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα επιτευχθεί, αν στα τρία χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρχε απόλυτη στοχοπροσήλωση και υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης. Αν δηλαδή η εθνική ευθύνη δεν υπερτερούσε πάντα, σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις, από το φόβο του πολιτικού κόστους.
Πηγη: Dnews