Ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε την πολιτική του επιστροφή, όταν πολλοί στο ίδιο του το κόμμα ήθελαν να εξαφανιστεί. Ανακοίνωσε την τρίτη του υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο λίγες ημέρες μετά την αποτυχία των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 για τη Γερουσία, μια επίδοση που επιφανείς προσωπικότητες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επέρριψαν ευθέως σε αυτόν – για τους υποψηφίους που υποστήριξε, για τις παρατεταμένες δυσαρέσκειες σχετικά με την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ και για την απροθυμία του να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή μετά την ήττα.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, απέδωσε τις ευθύνες αλλού, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος δικαιοσύνης που είχε εισβάλει στην έπαυλή του στο Παλμ Μπιτς τρεις μήνες πριν. Έκανε μια σκοτεινή εκτίμηση για τη χώρα μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα και προέβλεψε ότι σε λίγο καιρό οι ψηφοφόροι θα στραφούν εναντίον των υπευθύνων. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μέχρι το 2024 τα πράγματα θα είναι δυστυχώς πολύ χειρότερα και θα δουν ξεκάθαρα τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει στη χώρα μας και αυτές οι εκλογές θα είναι πολύ διαφορετικές», δήλωσε ο Τραμπ.
Την Τετάρτη, η πρόβλεψη του Τραμπ έγινε πραγματικότητα. Εκατομμύρια Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένων ψηφοφόρων στις μεσοδυτικές και νότιες περιοχές, οδήγησαν με την ψήφο τους στην ιστορική επιστροφή του Τραμπ – η οποία υπόσχεται να αναδιαμορφώσει την αμερικανική πολιτική στο άμεσο μέλλον. Η νίκη του Τραμπ, που προετοιμαζόταν για χρόνια, είναι τόσο αξιοσημείωτη για το εύρος της όσο και για τη μέθοδό της, όπως σχολιάζει το CNN.
Η εκστρατεία του στόχευε εξαρχής στην αναδιαμόρφωση των πολιτικών συνασπισμών που στήριζαν τις αμερικανικές εκλογές εδώ και γενιές. Ο Τραμπ προσέγγισε εκλογικές ομάδες παραδοσιακά πιστές στους Δημοκρατικούς: συνδικαλιστικά νοικοκυριά, μισθωτούς εργάτες και μαύρους και λατινοαμερικάνους άνδρες.
Άνθρωποι εντός και πλησίον της πολιτικής επιχείρησης του Τραμπ αποδίδουν τη νίκη του σε μια σειρά από παράγοντες, ένας εκ των οποίων ήταν η εκστρατεία που, από την αρχή, φάνηκε πολύ πιο εξελιγμένη και πειθαρχημένη.
Όμως η κλίμακα της νίκης του Τραμπ υποδεικνύει δυνάμεις που δρουν πέρα από κάθε μεμονωμένο προεκλογικό ελιγμό ή συγκεκριμένη στιγμή σε μια κούρσα που σημαδεύτηκε από πολλά πρωτοφανή γεγονότα, όπως οι πολλαπλές απόπειρες δολοφονίας του Ρεπουμπλικανού και η ξαφνική αποχώρηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών αντανακλά το σενάριο που είχε προαναγγείλει ο Τραμπ δύο χρόνια νωρίτερα: Ένα αμερικανικό κοινό ταλαιπωρημένο από τον πληθωρισμό, απογοητευμένο από την πολυετή κακοδιαχείριση της μετανάστευσης και τελικά έτοιμο να απομακρυνθεί από το κόμμα εξουσίας – ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα επέστρεφε στα χέρια ενός αντιδημοφιλούς, δύο φορές αποπεμφθέντος πρώην προέδρου, του οποίου οι αποτυχημένες προσπάθειες να παραμείνει στο αξίωμα κατέληξαν σε μια αιματηρή εξέγερση στην πρωτεύουσα της χώρας.
Για την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, επιφορτισμένη με τις ευθύνες ενός αντιδημοφιλούς εν ενεργεία προέδρου και τις σκληρές απόψεις της για την οικονομία των ΗΠΑ, ο αγώνας αποδείχτηκε δύσκολος και η προσπάθειά της να αποδείξει την ετοιμότητά της για τον ρόλο που κάποτε κατείχε ο Τραμπ τελικά δεν ικανοποίησε αρκετούς Αμερικανούς, ώστε να γείρει η ζυγαριά προς το μέρος της.
Tι διακυβεύεται στη Μέση Ανατολή
Αν η πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο αποτελεί ένδειξη, ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι πιθανό να διατηρήσει τη Μέση Ανατολή ψηλά στην ατζέντα του. Κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του, ο Τραμπ έγραψε ιστορία επιλέγοντας τη Σαουδική Αραβία για το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια «συμφωνία του αιώνα» μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ενίσχυσε την περιφερειακή ολοκλήρωση του εβραϊκού κράτους και ενέτεινε σημαντικά την πίεση στο Ιράν.
Αλλά η Μέση Ανατολή έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που εγκατέλειψε το αξίωμά του το 2021, και όλοι οι περιφερειακοί παράγοντες παρακολουθούν έντονα τον τρόπο με τον οποίο ο νέος πρόεδρος θα πλοηγηθεί σε αυτές τις αλλαγές. «Η ιστορική σας επιστροφή στον Λευκό Οίκο προσφέρει μια νέα αρχή για την Αμερική και μια ισχυρή επαναδέσμευση στη μεγάλη συμμαχία μεταξύ του Ισραήλ και της Αμερικής. Πρόκειται για μια τεράστια νίκη!» έγραψε στο Χ ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Τα αραβικά κράτη του Κόλπου χαιρέτισαν επίσης τη νίκη του εκλεγμένου προέδρου. Ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, Σαλμάν μπιν Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ, και ο πρίγκιπας διάδοχος, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, συνεχάρησαν τον Τραμπ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δήλωσαν ότι «τα ΗΑΕ και οι ΗΠΑ είναι ενωμένα από τη διαρκή εταιρική μας σχέση που βασίζεται στις κοινές φιλοδοξίες για πρόοδο».
Το Ιράν υποβάθμισε τη σημασία των εκλογών, λέγοντας ότι δεν υπάρχει καμία σημαντική διαφορά στο ποιος θα γίνει πρόεδρος στις ΗΠΑ, όπως μετέδωσαν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ δεν έχει διευκρινίσει πώς θα προσεγγίσει τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς σε περίπτωση επανεκλογής του ή πώς η πολιτική του θα διαφέρει από εκείνη του προκατόχου του Τζο Μπάιντεν. Τον Απρίλιο, ο Τραμπ είπε ότι το Ισραήλ «πρέπει να τελειώσει αυτό που άρχισε» και «να τελειώνουμε γρήγορα», σημειώνοντας ότι «χάνει τον πόλεμο των δημοσίων σχέσεων εξαιτίας των εικόνων που έρχονται από τη Γάζα».
Ισραήλ και Παλαιστίνιοι
Ο τερματισμός των πολέμων στη Γάζα και τον Λίβανο και η ενσωμάτωση του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή είναι πιθανό να βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας του εκλεγμένου προέδρου για τη Μέση Ανατολή, όπως σημειώνουν αναλυτές.
«Ο Νετανιάχου θα αντιμετωπίσει έναν πολύ πιο σκληρό πρόεδρο από ό,τι έχει συνηθίσει, με την έννοια ότι ο Τραμπ δεν θα ανεχόταν τους πολέμους με τον τρόπο που συμβαίνουν», δήλωσε ο Μουσταφά Μπαργούτι, ηγέτης της Παλαιστινιακής Εθνικής Πρωτοβουλίας, προσθέτοντας ότι για τους Παλαιστίνιους δεν θα έχει μεγάλη διαφορά «επειδή και οι δύο διοικήσεις ήταν εντελώς προκατειλημμένες» απέναντι στο Ισραήλ.
Ο Τραμπ δεν θέλει αυτούς τους πολέμους στο γραφείο του ως φλέγον ζήτημα στις 20 Ιανουαρίου, όταν θα ορκιστεί, δήλωσε στο CNN ο Alon Pinkas, πρώην ισραηλινός διπλωμάτης. Θα πει: «κλείστε το, δεν το χρειάζομαι αυτό», είπε, προσθέτοντας ότι ο Τραμπ πιθανότατα θα ζητήσει από τον ισραηλινό πρωθυπουργό να ανακοινώσει τη νίκη και στη συνέχεια να επιτύχει μια συμφωνία μέσω διαμεσολαβητών.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ έκανε αρκετά βήματα υπέρ του Ισραήλ. Το 2017 αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ανατρέποντας δεκαετίες πολιτικής των ΗΠΑ και διεθνούς συναίνεσης. Αναγνώρισε επίσης την κυριαρχία του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία κατέλαβε από τη Συρία κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1967. Αλλά ενώ ο Τραμπ έχει συχνά ισχυριστεί ότι είναι ο πιο φιλοϊσραηλινός πρόεδρος στη σύγχρονη ιστορία, και μάλιστα έχει διαφημίσει τη στενή και προσωπική του σχέση με τον Νετανιάχου, οι δεσμοί μεταξύ των δύο ηγετών δεν ήταν πάντα φιλικοί.
Το 2021, όταν και οι δύο ήταν εκτός αξιωμάτων, ο Τραμπ κατηγόρησε τον Νετανιάχου για προδοσία όταν ο ισραηλινός ηγέτης συνεχάρη τον Μπάιντεν για τη νίκη του στην προεδρία το 2020. Λίγο μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στο Ισραήλ πέρυσι, ο Τραμπ επέκρινε τον Νετανιάχου και τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών ότι ήταν απροετοίμαστοι, υποστηρίζοντας ότι η επίθεση δεν θα είχε γίνει αν ήταν πρόεδρος.
Ο Boaz Bismuth, μέλος του ισραηλινού κοινοβουλίου, της Κνέσετ, από το κόμμα Λικούντ του Νετανιάχου, δήλωσε στο CNN ότι η εκλογή του Τραμπ ήρθε την κατάλληλη στιγμή, καθώς θα δώσει την ευκαιρία να επεκταθούν οι συμφωνίες του Αβραάμ, καθώς οι πόλεμοι στη Γάζα και τον Λίβανο πλησιάζουν στο τέλος τους.
πηγη: Newsbeast