Το 1999 ο ψαροντουφεκάς από τον Πλακιά της Κρήτης, Μανώλης Ευθυμάκης, ανακάλυψε τυχαία ένα υποθαλάσσιο σπήλαιο εντυπωσιακής ομορφιάς.
Το σπήλαιο των Ελεφάντων, όπως ονομάστηκε, βρίσκεται 500 μέτρα από το Ακρωτήριο Δρέπανο στο Νομό Χανίων. Πήρε το όνομά του από τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στο εσωτερικό του. Είναι κυρίως οστά ελεφάντων και ένα μικρό ποσοστό από ελάφια. Από τις μετρήσεις που έγιναν τα οστά προέρχονται από ένα άγνωστο είδος ελέφαντα, το οποίο ονομάστηκε «Elephas chaniensis», δηλαδή ελέφαντας από την περιοχή των Χανίων.
Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον «antiquus». Τα απολιθώματα των ελεφάντων άνηκαν τουλάχιστον σε τρία ενήλικα και ένα νεότερο μέλος.
Το νέο είδος ελέφαντα
Ο «Elephas Chaniensis» ήταν τρία μέτρα ψηλός και αν και δεν είχε αξιοσημείωτες διαφορές από τον Αφρικάνικό και Ινδικό Ελέφαντα, είχε χοντρότερα οστά και περισσότερο γεροδεμένο σώμα. Η ηλικία του μέχρι στιγμής προσδιορίζεται στα 50.000-60.000 χρόνια. Η μετανάστευση αυτών των ειδών στον ελλαδικό χώρο υπολογίζεται ότι έγινε πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια, όταν υπήρχε ενιαία γη από την περιοχή του Ιονίου μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει η mixanitouxronou.gr.
Τα οστά ελαφιών που βρέθηκαν στο σπήλαιο ανήκουν σε κανονικά ελάφια, αλλά και σε ελάφια νάνους ύψους 30 εκατοστών. Θεωρείται μάλιστα ότι η υπερβολική αύξηση του πληθυσμού των ελαφιών, που έμοιαζαν πολύ με τις σημερινές κατσίκες, μείωσαν πολύ τα αποθέματα τροφής, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στην εξαφάνιση τους ελέφαντες της περιοχής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μέσα στο σπήλαιο, τα οστά των ελεφάντων βρέθηκαν σε χαμηλότερα στρώματα από τα οστά των ελαφιών και άλλων μικρότερων θηλαστικών.
Σήμερα στο σπήλαιο βρίσκουν καταφύγιο οι προστατευόμενες φώκιες monachus – monachus, καθώς το είδος βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο εξαφάνισης. Το μήκος του σπηλαίου είναι 160 μέτρα, ενώ η είσοδός του βρίσκεται περίπου 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο πυθμένας του είναι πλήρως καλυμμένος με νερό, σε κάποια σημεία πιο ρηχά ενώ σε κάποια σημεία, πιο βαθιά φτάνοντας ακόμη και τα τέσσερα μέτρα. Στην είσοδο του σπηλαίου υπάρχει ένα τούνελ περίπου 40 μέτρων και στη συνέχεια το υπόλοιπο τμήμα έχει μήκος 125 μέτρα και μέσο πλάτος τα 25 μέτρα το οποίο αποτελεί και την κύρια αίθουσα του σπηλαίου, η οποία έχει εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα.
Στο σπήλαιο υπάρχουν σταλακτίτες και σταλαγμίτες με κοκκινωπό χρώμα το οποίο οφείλεται στην περιεκτικότητα αλουμινίου και σιδήρου. Το γεγονός αυτό όπως και η μελέτη των ιζημάτων αποδεικνύει ότι το σπήλαιο πριν από χιλιάδες χρόνια δεν καλυπτόταν από νερό και ήταν στεγνό.
(Όλες οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τον δύτη Αντώνη Γκράφα)