Ειδικότερα σύμφωνα με τη σχετική διάταξη που κατατέθηκε στη Βουλή η αναβίωση ρυθμίσεων ασφαλιστικών οφειλών στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού του έτους 2022 περιλαμβάνει την επανένταξή μετά από αίτηση του οφειλέτη που υποβάλλεται μέχρι την 31η.7.2023, εφόσον:
α) οι οφειλές δεν έχουν υπαχθεί μετά την απώλεια της ρύθμισης και πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος σε ρύθμιση οφειλών του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων του ν. 4469/2017 (Α΄ 62) ή σε ρύθμιση οφειλών του ν. 4738/2020 (Α΄ 207) ή σε ειδική ρύθμιση οφειλών στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης, και
β) ο οφειλέτης δεν έχει άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), υπό την επιφύλαξη της παρ. 5.
Η αναβίωση της ρύθμισης συντελείται με την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί σε δύο μηνιαίες δόσεις της απολεσθείσας ρύθμισης μέχρι την 31η.7.2023. Το καταβαλλόμενο ποσό του πρώτου εδαφίου καταλογίζεται στις δύο παλαιότερες οφειλόμενες δόσεις της απολεσθείσας ρύθμισης.
Οι δόσεις επιβαρύνονται με το ποσό του τόκου που αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο από την απώλεια της αρχικής ρύθμισης έως την ημερομηνία αναβίωσης της ρύθμισης. Το ποσό αυτό καταβάλλεται μαζί με την τελευταία δόση της ρύθμισης που αναβιώνει, όπως αυτή έχει μετατεθεί χρονικά σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.
4. Η ρύθμιση αναβιώνει με τα ευεργετήματα και υπό τους όρους και προϋποθέσεις της απολεσθείσας ρύθμισης.
5. Εάν ο οφειλέτης έχει, πέραν των οφειλών της απολεσθείσας ρύθμισης της και άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον e-Ε.Φ.Κ.Α., η αναβίωση της απολεσθείσας ρύθμισης συντελείται υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι υπόλοιπες οφειλές έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107), περί ρύθμισης οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, η οποία τηρείται.
Εάν η αίτηση για υπαγωγή οφειλών στη ρύθμιση της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 υποβάλλεται ενόψει αίτησης αναβίωσης απολεσθείσας ρύθμισης του παρόντος, η υπαγωγή στη ρύθμιση της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 είναι δυνατή ακόμη και εάν τέτοια ρύθμιση έχει απολεσθεί στο παρελθόν, κατά παρέκκλιση από την περ. γ) της παρ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013.
Ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών για μερικώς συνεπείς οφειλέτες στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού του έτους 2022
Οφειλές προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πλην του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.), οι οποίες αφορούν περιόδους απασχόλησης Σεπτεμβρίου 2021 έως Δεκεμβρίου 2022 και που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, δύνανται να υπαχθούν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής τριάντα έξι (36) μηνιαίων έως και εβδομήντα δύο (72) μηνιαίων δόσεων, με το επιτόκιο της παρ. 8 της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107), περί της πάγιας ρύθμισης των οφειλόμενων εισφορών στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Οι οφειλές δύνανται να υπαχθούν στη ρύθμιση ακόμη και εάν είναι ενταγμένες σε ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών της υποπαρ. ΙΑ.1. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, περί ρύθμισης οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον η ρύθμιση αυτή:
- α) περιλαμβάνει αποκλειστικά οφειλές, οι οποίες αφορούν περιόδους απασχόλησης Σεπτεμβρίου 2021 έως Δεκεμβρίου 2022 και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, και β) τηρείται την 1η.2.2023.
3. Ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση της παρ. 1, εφόσον:
α) κατά την 1η.11.2021 έχει ρυθμίσει το σύνολο των βεβαιωμένων ασφαλιστικών εισφορών του και τηρεί τις ρυθμίσεις αυτές, και
β) έχει καταβάλλει όλες τις δόσεις των ρυθμίσεων ασφαλιστικών οφειλών:
- βα) του άρθρου 28 του ν. 4321/2015 (Α΄ 32) περί ρύθμισης ασφαλιστικών οφειλών,
- ββ) των άρθρων 1 έως 18 του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 4611/2019 (Α΄ 73), περί ρύθμισης οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης και
- βγ) του άρθρου 32 του ν. 4756/2020 (Α΄ 235) περί ρύθμισης ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες έχουν απολεσθεί μέχρι την 1η.2.2023, που είναι απαιτητές έως την ημερομηνία υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση, εφόσον είχε υπαχθεί στις ρυθμίσεις εκείνες.
4. Δεν επιτρέπεται η υπαγωγή στη ρύθμιση οφειλετών, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση που τηρείται.
5. Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται:
- α) μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) για ληξιπρόθεσμες οφειλές του e-Ε.Φ.Κ.Α., πλην αυτών του πρώην Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (πρώην
Ν.Α.Τ.), για ληξιπρόθεσμες οφειλές των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης, για τις οποίες η αρμοδιότητα είσπραξης ανήκει κατά νόμο αποκλειστικά στο Κ.Ε.Α.Ο., και για βεβαιωμένες οφειλές στο Κ.Ε.Α.Ο.. Κατ’ εξαίρεση, όπου υπάρχει αδυναμία πιστοποίησης στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, η αίτηση υποβάλλεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Κ.Ε.Α.Ο. και μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής εξυπηρέτησης πολιτών στον ιστότοπο του e-Ε.Φ.Κ.Α. - β) στον οικείο φορέα για ληξιπρόθεσμες οφειλές του πρώην Ν.Α.Τ. και για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους λοιπούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, για τις οποίες η αρμοδιότητα είσπραξης δεν ανήκει κατά νόμο αποκλειστικά στο Κ.Ε.Α.Ο.
6. Αρμόδια όργανα για την έκδοση της απόφασης υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση είναι:
- α) Οι προϊστάμενοι των περιφερειακών υπηρεσιών του Κ.Ε.Α.Ο. για οφειλές της περ. α) της παρ. 5,
- β) το αρμόδιο συλλογικό ή μονομελές όργανο του οικείου φορέα για οφειλές της περ. β) της παρ. 5.
7. Βασικές οφειλές που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση κεφαλαιοποιούνται κατά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και, αντί τόκων, πρόσθετων τελών και προσαυξήσεων λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής, επιβαρύνονται από τον επόμενο μήνα από αυτόν της υπαγωγής στη ρύθμιση, με το αντίστοιχο επιτόκιο της παρ. 1, ετησίως υπολογιζόμενο.
8. Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση συντελείται με την καταβολή της πρώτης δόσης. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα υποβολής της αίτησης. Οι επόμενες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε επόμενου μήνα καταβολής της πρώτης δόσης. Με την απόφαση υπαγωγής στη ρύθμιση καθορίζονται το ποσό κάθε δόσης, ο αριθμός των δόσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
9. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης ορίζεται σε 30 ευρώ.
10. Ο οφειλέτης δύναται να επιλέξει, σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης, την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου των ρυθμισμένων οφειλών, χωρίς την επιβάρυνση επιτοκίου.
11. Η ρύθμιση του παρόντος απόλλυται, εάν ο οφειλέτης:
- α) δεν καταβάλει ποσό δόσεων που αντιστοιχεί σε δύο (2) δόσεις της ρύθμισης, ή
- β) δεν καταβάλλει εμπροθέσμως τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές.
12. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, εφόσον τηρούνται οι όροι αυτής και οι λοιποί όροι του παρόντος, παρέχονται στον οφειλέτη τα εξής ευεργετήματα:
- α) χορηγείται σε αυτόν αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας διμηνιαίας ισχύος,
- β) χορηγείται στις επιχειρήσεις της περ. ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 8 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για την είσπραξη λογαριασμών δημοσίου έργου, εφόσον για το έργο, για το οποίο χορηγείται το αποδεικτικό, δεν υφίστανται τρέχουσες ή ληξιπρόθεσμες οφειλές. Σε περίπτωση ύπαρξης οφειλής, χορηγείται αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας με παρακράτηση ποσού ίσου με την οφειλή,
- γ) αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Ειδικά για κατασχέσεις στα χέρια τρίτων που έχουν επιβληθεί έως την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση του παρόντος, το μέτρο της κατάσχεσης αίρεται με την υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση, κατόπιν σχετικού αιτήματος, και αποδιδόμενα ποσά από κατασχέσεις εις χείρας τρίτων πριν την υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη τρεχουσών δόσεων της ρύθμισης,
- δ) παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη σε βάρος του οφειλέτη, κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967 (Α΄ 136), περί της επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και την απόδοση εισφορών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως, και η σχετική δικογραφία τίθεται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Για την τυχόν απώλεια της ρύθμισης, που επέρχεται σύμφωνα με την παρ. 11, ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούται να ενημερώσει αμελλητί, με σχετική βεβαίωση του χρόνου απώλειας της ρύθμισης και του υπολειπόμενου οφειλόμενου χρέους, τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο οποίος με πράξη του ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο και συνεχίζει την ποινική διαδικασία.
Ο διανυθείς χρόνος από την παύση της ποινικής διαδικασίας μέχρι τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της πράξης, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α΄ 95), περί αναστολής της παραγραφής. Σε περίπτωση ρύθμισης από οφειλέτη, που έχει απωλέσει ρύθμιση στο παρελθόν για την ίδια οφειλή, αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος του οφειλέτη, κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967, και αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα,
- ε) αναστέλλεται η εκτέλεση ποινής που έχει επιβληθεί ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, αυτή διακόπτεται.
13. Η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, αναστέλλεται και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της ρύθμισης.
14. Η απώλεια της ρύθμισης επιφέρει τις ακόλουθες συνέπειες:
- α) την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης,
- β) τη μετατροπή ως άμεσα απαιτητού του συνόλου του υπολοίπου της οφειλής και των προηγούμενων τόκων, πρόσθετων τελών και προσαυξήσεων,
- γ) την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής με όλα τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία μέσα.
15. Η αίτηση για την υπαγωγή στη παρούσα ρύθμιση υποβάλλεται μέχρι την 31η.7.2023.
16. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να παρατείνονται οι προθεσμίες υποβολής της σχετικής αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και καταβολής της πρώτης δόσης, να επανακαθορίζονται η διαδικασία υπαγωγής και τα αρμόδια όργανα της παρ. 6, να προβλέπονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, και να ρυθμίζονται τυχόν ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.