Και όταν λέμε τρώμε, δεν εννοούμε πίτσες ή σουβλάκια που θα παραγγείλουμε από ένα συνοικιακό μαγαζί, αλλά κάτι που θα φτιάξουμε με μεράκι και σίγουρα θα ικανοποιήσει τον ουρανίσκο των καλεσμένων μας.
Ένα από αυτά είναι και η μπριζόλα, και δεν υπάρχει σχεδόν κανένας άντρας που δεν εκτιμά μια σωστά ψημένη μπριζόλα.
Δείτα τα 3 πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για την τέλεια μπριζόλα.
1. Επιλογή της ράτσας και της κοπής μοσχαριού που μας ταιριάζει
Αν θέλετε τη μπριζόλα σας περισσότερο ψημένη, τότε καλύτερα να επιλέξετε μία ράτσα με μεγαλύτερο ποσοστό ενδομυϊκού λίπους, όπως την Black Angus.
Η ράτσα του κρέατος που θα επιλέξουμε να ψήσουμε, αλλά και η κοπή του, είναι κρίσιμα χαρακτηριστικά τόσο για την τακτική που θα ακολουθήσουμε όσο και για το αποτέλεσμα που θα επιδιώξουμε, όμως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που πρέπει να προσέξουμε, είναι ένα: το ενδομυϊκό λίπος.
Δεν βρισκόμαστε εδώ για να επιχειρηματολογήσουμε για το ότι η μπριζόλα δεν πρέπει να ψήνεται πολύ (αν και το καρβούνιασμα που συνηθίζεται στην Ελλάδα μας βρίσκει ξεκάθαρα αντίθετους), παρόλα αυτά, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν το ποσοστό του ενδομυϊκού λίπους του μοσχαριού που τελικά θα επιλέξουμε για να στρογγυλοκαθίσει στη σχάρα ή στο τηγάνι, και τελικά στο τραπέζι μας.
Πιο άπαχες ράτσες μοσχαριού όπως η γαλλική Charolais, θα πρέπει να ψήνονται ελάχιστα. Αυτό σημαίνει, medium rare ή rare. Αν θέλετε τη μπριζόλα σας περισσότερο ψημένη, τότε καλύτερα να επιλέξετε μία ράτσα με μεγαλύτερο ποσοστό ενδομυϊκού λίπους, όπως την Black Angus, κι αυτό διότι κατά τη διάρκεια του ψησίματος, το ενδομυϊκό λίπος είναι αυτό που θα ενυδατώσει το κρέας σας, φροντίζοντας να παραμείνει ζουμερό και νόστιμο.
Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές κοπές. Αν επιλέξετε μια κόντρα μπριζόλα, τότε θα πρέπει να είστε φειδωλοί στο ψήσιμο σας, σε αντίθεση με μια σπαλομπριζόλα (ribeye), που περιέχει κατά κανόνα περισσότερο λίπος.
2. Τα καρυκεύματα της μπριζόλας
Πάντα θα πρέπει να αλατίζουμε την μπριζόλα μας πριν το ψήσιμο, και με περισσότερο αλάτι από ό,τι ενδεχομένως να χρειάζεται. Κι αυτό διότι οι χυμοί που βγαίνουν κατά τη διάρκεια του ψησίματος, ξεπλένουν και αφαιρούν το περιττό αλάτι. Πιπέρια, ρίγανες και τα σχετικά, συνίσταται να προσθέτονται μετά το ψήσιμο, διότι σε αντίθετη περίπτωση πικρίζουν τη μπριζόλα. Σε περίπτωση που επιθυμούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποια μαρινάδα, φροντίζουμε να μην περιέχει ζάχαρη, γιατί αυτή θα μετατραπεί σε πικρή καραμέλα, με αρνητικό γευστικό αντίκτυπο στην μπριζόλα μας.
3. Προσοχή στη θερμοκρασία ψησίματος
Η θερμοκρασία ψησίματος αποτελεί σημαντικό παράγοντα που θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα της μοσχαρίσιας μπριζόλας μας. Συνιστάται η μπριζόλα να πέφτει στη σχάρα ή στο τηγάνι και να συναντά τη μέγιστη δυνατή θερμοκρασία. Άρα, ζεσταίνουμε πάρα πολύ καλά το σκεύος μας, και μετά τοποθετούμε την μπριζόλα μας, ώστε να εξασφαλίσουμε τη δημιουργία της εξωτερικής κρούστας που θα θωρακίσει τους πολύτιμους και γευστικούς χυμούς του κρέατός μας. Η υψηλή θερμοκρασία είναι αυτή που θα προκαλέσει και την αντίδραση Maillard, που ευθύνεται και για τη συναρπαστική γεύση της μπριζόλας. Αυτή αφορά στα αμινοξέα (τις δομικές μονάδες δηλαδή των πρωτεϊνών του κρέατος) που αντιδρούν με τα σάκχαρα, ανασυνθέτοντας και δημιουργώντας νέα μόρια, τα οποία και δίνουν αυτή την ιδιαίτερη νοστιμάδα στο ψητό κρέας.
Το πως θα συνεχιστεί το ψήσιμο, εξαρτάται από τον βαθμό ψησίματος που επιθυμούμε. Για rare και medium rare ψησίματα, η θερμοκρασία παραμένει υψηλή και ο χρόνος ψησίματος είναι ελάχιστος. Για πιο έντονο ψήσιμο, θα πρέπει να χαμηλώσετε τη θερμοκρασία και να παρατείνετε τη διάρκεια. Κοινώς, η ένταση της θερμότητας θα πρέπει να είναι αντιστρόφως ανάλογη με την διάρκεια του ψησίματος.
Πηγή: perpetual.gr